ξάντρια

ξάντρια
η (Α ξάντρια)
βλ. ξάντης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”